- πλαταιόσαυρος
- ο, Ν(παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος πρώιμων δεινοσαύρων, το οποίο βρέθηκε σε εκτεταμένα πετρώματα τού Ανώτερου Τριαδικού στην Ευρώπη.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. plateosaurus < πλάτη «κουπί» + σαύρα].
Dictionary of Greek. 2013.